Η 1η ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΒΡΙΣΗΙΔΑΣ
Η Κλεονίκη ακολούθησε τη Βρισηίδα μέσα στη σκηνή του Αχιλλέα. Ήταν σίγουρα η πιο ευρύχωρη από όλες τις σκηνές, και ένα βαρύ μάνταλο ασφάλιζε την είσοδο. Αποτελούνταν από δύο δωμάτια μπροστά, και ένα ακόμα, πιο μικρό, πίσω από τη μεγάλη αίθουσα που είχε πολλές χρήσεις. Μία εστία έκαιγε στο κέντρο, και ένας μεγάλος τρίποδας με ένα χάλκινο λεβέτι ήταν αφημένα στον βορινό τοίχο, ανάμεσα σε μπαούλα με αντικείμενα και ρούχα, ή τα λαμπερά όπλα του. Το τρομερό δόρυ του ήταν... ακουμπισμένο κι αυτό σε μία άκρη, πίσω από τα ανάκλιντρα, αλλά η Αμαζόνα δεν το πλησίασε ούτε από περιέργεια. Το ίδιο είχε κάνει και τη πρώτη φορά που είχε μπει στη σκηνή.
Της έδειξε ένα κάθισμα, και το κορίτσι υπάκουα κάθισε, και η Βρισηίδα ήρθε και αυτή κοντά της.
«Θα ήθελες κάτι να πιεις; Λίγο κρασί ίσως;» της πρότεινε, αλλά η Κλεονίκη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
»Έχουμε την ίδια ηλικία» της είπε, «και είναι κρίμα που δε μπορείς να μιλήσεις…, θα μπορούσαμε να συζητάμε, αν ήθελες να με επισκέπτεσαι κάπου –κάπου…»
»Τον τελευταίο καιρό έμαθα ότι φεύγεις τα βράδια…Άκουσα τον Μενέσθιο να μιλά στον Αχιλλέα, και να σε αποκαλεί νυχτοπούλι...»
Η Αμαζόνα την κοίταξε και φαινόταν έκπληκτη. Δεν το ήξερε σίγουρα, και η Βρισηίδα βιάστηκε να διασκεδάσει την πρώτη αρνητική εντύπωση.
»Δεν κοιμάσαι στη σκηνή σου…Δεν εμφανίζεσαι πουθενά κατά τη διάρκεια της μέρας, αλλά παρόλα αυτά, είσαι πάντοτε ακμαία και οι άνδρες μάλλον σε θαυμάζουν…Οι Μυρμιδόνες δε δίνουν συνήθως παρατσούκλια, οπότε πρέπει να τους έχεις κάνει μεγάλη εντύπωση…»
Συνέχισε να της μιλά, για τις καθημερινές της ασχολίες, για θέματα όπως οι δουλειές της σκηνής- σπιτιού, το γνέσιμο και τον αργαλειό, το κέντημα και το ράψιμο, και με μεγάλη της χαρά, έβλεπε ότι η Κλεονίκη την παρακολουθούσε προσεκτικά, σε ό,τι έλεγε, και συνέχιζε να φλυαρεί σε πρόσχαρο τόνο, περιγράφοντας διάφορες λεπτομέρειες από τη ζωή της και τη συμβίωση της με τον Αχιλλέα. Τότε όμως, μελαγχόλησε απότομα και έσκυψε το κεφάλι της, και έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες της και έκλαψε. Η Κλεονίκη όμως σηκώθηκε και έσκυψε δίπλα της, και χάιδεψε το όμορφο κεφάλι της Βρισηίδας και όταν εκείνη σήκωσε τα μάτια της και την κοίταξε, η νεαρή κοπέλα της σφούγγισε τα μάγουλά της με τα χέρια της.
Με το βλέμμα της την ρώτησε τι της συνέβαινε. Και η Βρισηίδα χαμογέλασε, και ζητώντας της να μη μένει όρθια, αλλά να επιστρέψει στο κάθισμά της, της υποσχέθηκε ότι θα της εξηγούσε αμέσως:
«Πριν ένα χρόνο ξεκίνησαν όλα, όταν ο Αχιλλέας μαζί με τον Αγαμέμνονα και τους στρατούς τους, επιτέθηκαν στις πόλεις της Λυρνησσού και της Θήβης, στην Μυσία…Ήμουν βασίλισσα στον τόπο μου, σύζυγος του Μύνη, ο πατέρας μου ήταν ο Βρίσης, ιερέας του Ναού του Απόλλωνα…Η μητέρα μου ήταν η Ιφινόη, αδελφή του Ηετίωνα, του πατέρα της Ανδρομάχης…Αν την έχεις δει, την πριγκίπισσα της Τροίας, τη σύζυγο του Έκτορα, θα πρόσεξες ίσως ότι μοιάζουμε πολύ, αν και εκείνη είναι μερικά χρόνια μεγαλύτερη από μένα…Εκείνον τον καιρό, οι γονείς της, φιλοξενούσαν την εξαδέλφη μου την Αστυνόμη, εσύ θα την γνωρίζεις καλύτερα σα Χρυσηίδα…
»Η Λυρνησσός ήταν ο πόλη που έπεσε πρώτη…Ούτε ο πατέρας μου, ούτε τα αδέλφια μου, αλλά ούτε και ο άνδρας μου δεν μπόρεσαν να κρατήσουν αντίσταση…Τα τείχη κατέρρευσαν, το κάστρο αλώθηκε…Όλοι οι δικοί μου πέθαναν κι εγώ πιάστηκα αιχμάλωτη…Όταν έπεσε και η Θήβη, και ο θάνατος πήρε τον Ηετίωνα και τους γιους του, ανάμεσα στις αιχμάλωτες, αναγνώρισα και τη μητέρα της Ανδρομάχης, αλλά και τη Χρυσηίδα…Ο Αχιλλέας με είχε ξεχωρίσει ήδη ανάμεσα στις γυναίκες, αλλά δε μπορούσε να φροντίσει για όλες…, αν και αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα, όταν μου το εξήγησε ο Πάτροκλος…
»Λίγα πράγματα έκανε ο Αγαμέμνονας κατά τη διάρκεια των μαχών…Απαίτησε όμως να του δοθούν οι γυναίκες ως γέρας…Ο Πηλείδης δε θέλησε να με βάλει στον κλήρο μαζί με τις άλλες, ούτε και να με παραχωρήσει στον Ατρείδη…Κράτησε και τη μητέρα της Ανδρομάχης, που είχε λιώσει από τον πόνο και το θάνατο των δικών της και τη φιλοξένησε, μέχρι που την αντάλλαξε με πολλά λύτρα δοσμένα από τους δικούς της…Εγώ η ίδια την περιποιόμουν, και άφησα πίσω μου την πίκρα για την πρόωρη χηρεία μου, και για την μοίρα που μου όρισαν οι θεοί να έχω…Μα όταν απελευθερώθηκε, έμεινα ξεκρέμαστη, δεν είχα κανέναν ν’ ακουμπήσω πάνω του, και από τις άλλες γυναίκες, μόνον η Εκαμήδη προσπάθησε να με στηρίξει…
»Όταν η φίλη μου παραχωρήθηκε στο Νέστορα, και την έχασα κι αυτήν, ο λόγος της και η παρηγοριά της μου έλειψαν και πλέον δεν άντεχα…Αρρώστησα από τον καημό, και ήρθε ένα πρωί που δε σηκώθηκα από το στρώμα μου…Καιγόμουν από τον πυρετό, έλιωνα ώρα με την ώρα, και ο Πάτροκλος ήταν εκείνος που αντιλήφθηκε πρώτος την απουσία μου…Η Διομήδη του φανέρωσε την κατάστασή μου, -του έχει μεγάλη αδυναμία, αλλά εκείνος δεν το εκμεταλλεύτηκε ποτέ…Όταν ο Αχιλλέας έμαθε ότι ήμουν άρρωστη, ήρθε και με πήρε από τη σκηνή που ήμουν μαζί με τις άλλες γυναίκες…Ήταν η πρώτη φορά που ακουμπούσε τα χέρια του πάνω μου…Με κουβάλησε στη σκηνή του και προσπάθησε μαζί με την Εκαμήδη –που τη ζήτησε για μερικές μέρες από το Νέστορα- και τον Πάτροκλο, να με συνεφέρουν…Για πολλές μέρες παραμιλούσα και αναρωτιόμουν φωναχτά, πως μπορούσε ένα τέτοιο όμορφο πλάσμα σαν αυτόν, να κάνει τόσα φριχτά πράγματα, και ταυτόχρονα να προσπαθεί να γιατρέψει μια καρδιά, που τη ράγισε ο ίδιος…
»Το ένατο βράδυ, από την πρώτη μέρα που αρρώστησα, πρέπει να με περίμεναν να πεθάνω, μα εγώ τον άκουγα μέσα από τη σκοτεινιά που βρισκόμουν, να προσεύχεται χαμηλόφωνα, την ώρα που ο Πάτροκλος θυσίαζε για μένα…Όταν ξύπνησα το πρωί, τον είδα να κοιμάται σ’ ένα ανάκλιντρο δίπλα μου, ενώ κοντά μου ήταν σκυμμένη και η Εκαμήδη…Ο Πάτροκλος ήρθε τότε και σκέπασε τη σκλάβα που είχε λυγίσει, και τον φίλο του που είχε αποκοιμηθεί, αλλά κοίταξε κι εμένα που είχα συνέλθει, και χαμογελώντας, μου μίλησε σιγανά και μου έφερε νερό, που διψούσα πολύ…Δε θα ξεχάσω αυτή τη χειρονομία, ποτέ…Με ανασήκωσε και με βοήθησε να πιω, και μετά έβρεξε τα χέρια του και δρόσισε το πρόσωπό μου…
»Με τρόπο σήκωσε και τον Αχιλλέα, που είχε μείνει ξάγρυπνος όλη τη νύχτα, και μπροστά του ο Πηλείδης όμοσε ότι θα με απελευθέρωνε για να πάω όπου ήθελα, και θα με φόρτωνε με δώρα και λύτρα, αρκεί να ήμουν χαρούμενη ξανά, ακόμα κι αν δε με έβλεπε άλλη φορά στη ζωή του…Σκέφτηκα πολύ τί να του απαντήσω…Δεν μου είχε μείνει κανένας στη ζωή, και ο μόνος που θα μπορούσε να με δεχτεί θα ήταν ο θείος μου ο Χρύσης…Αλλά πώς να τον αντίκριζα, ελεύθερη εγώ, όταν η μοναχοκόρη του ήταν σκλάβα και ερωμένη του Αγαμέμνονα; Τότε ο Αχιλλέας μου είπε ότι αν ποτέ ο Χρύσης ερχόταν να αναζητήσει την κόρη του, θα του παρέδιδε και ‘μένα, μαζί με εκείνη…Μ’ αυτήν την υπόσχεση έμεινα, και ακόμα αυτός ο όρκος μένει, με μάρτυρα τον Πάτροκλο, αν και τώρα τον Αχιλλέα τον αγαπώ, και δε θέλω να τον αφήσω…
»Άργησαν όμως, κοντεύει να ξημερώσει» είπε τώρα η Βρισηίδα, και νευρικά, σηκώθηκε από το κάθισμά της και πήγε ως τη πόρτα. Γύρισε όμως πίσω, φανερά πιο ήρεμη, και κοιτώντας την Αμαζόνα που την παρακολουθούσε της είπε: «Αλλά κι αν άργησαν, ο Πάτροκλος θα τον φροντίσει σ’ ότι χρειαστεί, αυτός είναι, και δεν πρόκειται ν’ αλλάξει, ευτυχώς…Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που μπορείς να βασιστείς πάνω τους, τέλειος φίλος, καλύτερος από αδελφό…Ακόμα κι όταν καμιά φορά θυμάμαι τις συμφορές μου, ο Πάτροκλος είναι αυτός που με προστρέχει πρώτος και με παρηγορεί, και δεν με αφήνει να πικραίνομαι…Μα κι εκείνος, είναι πονεμένος μέσα του, όμως δεν αφήνει να φανεί η λύπη που έχει…»
Η Κλεονίκη την κοίταξε εξεταστικά, και το βλέμμα της ήταν ερωτηματικό.
»Μακριά από το σπίτι του και τους δικούς του μεγάλωσε, στο Πήλιο, το βουνό των Κενταύρων…Ένας από αυτούς τον ανέθρεψε, μαζί με τον Αχιλλέα, ο Χείρωνας…Τους δίδαξε τα βότανα, την ιατρική, το κυνήγι και τον πόλεμο, την ηθική…Σύντροφος του φίλου του, σε όλες τις περιπέτειες, και δε θέλησε ποτέ να δεσμευτεί, αλλά προτίμησε ν’ αφοσιωθεί σ’ εκείνον…Ερωτεύτηκε βέβαια, την Ίφιδα, την αιχμάλωτη από τη Σκύρο, και ο Αχιλλέας του την παραχώρησε, ίσως να την έχεις δει, αν δίνεις σημασία –όσο λένε- στις γυναίκες, αλλά εκείνη δεν τον αγαπά, επειδή μάλλον θα προτιμούσε τον έρωτα του Αχιλλέα από τον δικό του…Ταλαιπωρήθηκε πολύ, αλλά ποτέ δεν έδειξε πόσο, αλλά ούτε και θέλησε να την αναγκάσει να τον δεχτεί…Ευτυχώς τώρα, βλέπω ότι δεν την προσέχει πια, σα να έχει ερωτευτεί κάποια άλλη -που δεν τη γνωρίζω ποια είναι-, μα του εύχομαι να ευτυχήσει, επειδή πραγματικά, του αξίζει…»
Η πόρτα χτύπησε, και η Βρισηίδα πετάχτηκε όρθια και βιάστηκε να πάει στο άνοιγμά της. Ο ωραίος Μενέσθιος φάνηκε στο άνοιγμα και κοίταξε μέσα στη σκηνή, και εκτός από τη Βρισηίδα, είδε και την Κλεονίκη που καθόταν σε μιαν άκρη.
«Δεν έχουν γυρίσει ακόμα;» ρώτησε τη μελαχρινή γυναίκα και εκείνη του απάντησε αρνητικά.
»Θα πάω να τους περιμένω στην ακρογιαλιά…» της ξαναείπε και έφυγε, τραβώντας αργά την βαριά πόρτα, χωρίς να κλείσει, όμως και η Αμαζόνα σηκώθηκε και ετοιμάστηκε να φύγει, αμέσως μετά από εκείνον.
«Που θα πας;» τη ρώτησε η Βρισηίδα, και η Κλεονίκη ενώνοντας τις δύο παλάμες της, τις έφερε στο πλάι του αριστερού της μάγουλου, και της έδειξε ότι θα πήγαινε να ξαπλώσει. Τη χαιρέτησε και έφυγε κι εκείνη.
****************************
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΗΡΙΤΗ
Ο Νηρέας, από το γάμο του με τη Δωρίδα, απόχτησε πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες και έναν μοναχογιό, το Νηρίτη. Ο Νηρίτης ήταν ένας όμορφος θεός της θάλασσας και ήταν το ταίρι της Αφροδίτης, όσο αυτή ακόμα ζούσε μέσα στο νερό, στην περιοχή νότια της Κύπρου. Όταν οι θεοί την κάλεσαν να εγκατασταθεί στον Όλυμπο, η Κυπρίδα ζήτησε από τον αγαπημένο της να την ακολουθήσει στην κατοικία των θεών, και να ζήσουν εκεί, αλλά ο Νηρίτης δεν ήθελε να αποχωριστεί τους δικούς του και τη ζωή στη θάλασσα και αρνήθηκε την πρόσκλησή της. Τότε η Αφροδίτη σε μία κρίση ζήλιας, καθώς υποπτευόταν ότι ο γιος του Νηρέα είχε ερωτευτεί κάποια άλλη θεότητα, τον μεταμόρφωσε σε κοχύλι και τον κόλλησε για όλη του τη ζωή πάνω σε έναν βράχο, στο σημείο που η θάλασσα ρίχνει τα κύματά της και τον άφησε εκεί, προσκολλημένο, ώστε να ξέρει πως είναι να αρνείται κάποιος κατώτερος τον έρωτα μίας θεάς.
Της έδειξε ένα κάθισμα, και το κορίτσι υπάκουα κάθισε, και η Βρισηίδα ήρθε και αυτή κοντά της.
«Θα ήθελες κάτι να πιεις; Λίγο κρασί ίσως;» της πρότεινε, αλλά η Κλεονίκη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
»Έχουμε την ίδια ηλικία» της είπε, «και είναι κρίμα που δε μπορείς να μιλήσεις…, θα μπορούσαμε να συζητάμε, αν ήθελες να με επισκέπτεσαι κάπου –κάπου…»
»Τον τελευταίο καιρό έμαθα ότι φεύγεις τα βράδια…Άκουσα τον Μενέσθιο να μιλά στον Αχιλλέα, και να σε αποκαλεί νυχτοπούλι...»
Η Αμαζόνα την κοίταξε και φαινόταν έκπληκτη. Δεν το ήξερε σίγουρα, και η Βρισηίδα βιάστηκε να διασκεδάσει την πρώτη αρνητική εντύπωση.
»Δεν κοιμάσαι στη σκηνή σου…Δεν εμφανίζεσαι πουθενά κατά τη διάρκεια της μέρας, αλλά παρόλα αυτά, είσαι πάντοτε ακμαία και οι άνδρες μάλλον σε θαυμάζουν…Οι Μυρμιδόνες δε δίνουν συνήθως παρατσούκλια, οπότε πρέπει να τους έχεις κάνει μεγάλη εντύπωση…»
Συνέχισε να της μιλά, για τις καθημερινές της ασχολίες, για θέματα όπως οι δουλειές της σκηνής- σπιτιού, το γνέσιμο και τον αργαλειό, το κέντημα και το ράψιμο, και με μεγάλη της χαρά, έβλεπε ότι η Κλεονίκη την παρακολουθούσε προσεκτικά, σε ό,τι έλεγε, και συνέχιζε να φλυαρεί σε πρόσχαρο τόνο, περιγράφοντας διάφορες λεπτομέρειες από τη ζωή της και τη συμβίωση της με τον Αχιλλέα. Τότε όμως, μελαγχόλησε απότομα και έσκυψε το κεφάλι της, και έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες της και έκλαψε. Η Κλεονίκη όμως σηκώθηκε και έσκυψε δίπλα της, και χάιδεψε το όμορφο κεφάλι της Βρισηίδας και όταν εκείνη σήκωσε τα μάτια της και την κοίταξε, η νεαρή κοπέλα της σφούγγισε τα μάγουλά της με τα χέρια της.
Με το βλέμμα της την ρώτησε τι της συνέβαινε. Και η Βρισηίδα χαμογέλασε, και ζητώντας της να μη μένει όρθια, αλλά να επιστρέψει στο κάθισμά της, της υποσχέθηκε ότι θα της εξηγούσε αμέσως:
«Πριν ένα χρόνο ξεκίνησαν όλα, όταν ο Αχιλλέας μαζί με τον Αγαμέμνονα και τους στρατούς τους, επιτέθηκαν στις πόλεις της Λυρνησσού και της Θήβης, στην Μυσία…Ήμουν βασίλισσα στον τόπο μου, σύζυγος του Μύνη, ο πατέρας μου ήταν ο Βρίσης, ιερέας του Ναού του Απόλλωνα…Η μητέρα μου ήταν η Ιφινόη, αδελφή του Ηετίωνα, του πατέρα της Ανδρομάχης…Αν την έχεις δει, την πριγκίπισσα της Τροίας, τη σύζυγο του Έκτορα, θα πρόσεξες ίσως ότι μοιάζουμε πολύ, αν και εκείνη είναι μερικά χρόνια μεγαλύτερη από μένα…Εκείνον τον καιρό, οι γονείς της, φιλοξενούσαν την εξαδέλφη μου την Αστυνόμη, εσύ θα την γνωρίζεις καλύτερα σα Χρυσηίδα…
»Η Λυρνησσός ήταν ο πόλη που έπεσε πρώτη…Ούτε ο πατέρας μου, ούτε τα αδέλφια μου, αλλά ούτε και ο άνδρας μου δεν μπόρεσαν να κρατήσουν αντίσταση…Τα τείχη κατέρρευσαν, το κάστρο αλώθηκε…Όλοι οι δικοί μου πέθαναν κι εγώ πιάστηκα αιχμάλωτη…Όταν έπεσε και η Θήβη, και ο θάνατος πήρε τον Ηετίωνα και τους γιους του, ανάμεσα στις αιχμάλωτες, αναγνώρισα και τη μητέρα της Ανδρομάχης, αλλά και τη Χρυσηίδα…Ο Αχιλλέας με είχε ξεχωρίσει ήδη ανάμεσα στις γυναίκες, αλλά δε μπορούσε να φροντίσει για όλες…, αν και αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα, όταν μου το εξήγησε ο Πάτροκλος…
»Λίγα πράγματα έκανε ο Αγαμέμνονας κατά τη διάρκεια των μαχών…Απαίτησε όμως να του δοθούν οι γυναίκες ως γέρας…Ο Πηλείδης δε θέλησε να με βάλει στον κλήρο μαζί με τις άλλες, ούτε και να με παραχωρήσει στον Ατρείδη…Κράτησε και τη μητέρα της Ανδρομάχης, που είχε λιώσει από τον πόνο και το θάνατο των δικών της και τη φιλοξένησε, μέχρι που την αντάλλαξε με πολλά λύτρα δοσμένα από τους δικούς της…Εγώ η ίδια την περιποιόμουν, και άφησα πίσω μου την πίκρα για την πρόωρη χηρεία μου, και για την μοίρα που μου όρισαν οι θεοί να έχω…Μα όταν απελευθερώθηκε, έμεινα ξεκρέμαστη, δεν είχα κανέναν ν’ ακουμπήσω πάνω του, και από τις άλλες γυναίκες, μόνον η Εκαμήδη προσπάθησε να με στηρίξει…
»Όταν η φίλη μου παραχωρήθηκε στο Νέστορα, και την έχασα κι αυτήν, ο λόγος της και η παρηγοριά της μου έλειψαν και πλέον δεν άντεχα…Αρρώστησα από τον καημό, και ήρθε ένα πρωί που δε σηκώθηκα από το στρώμα μου…Καιγόμουν από τον πυρετό, έλιωνα ώρα με την ώρα, και ο Πάτροκλος ήταν εκείνος που αντιλήφθηκε πρώτος την απουσία μου…Η Διομήδη του φανέρωσε την κατάστασή μου, -του έχει μεγάλη αδυναμία, αλλά εκείνος δεν το εκμεταλλεύτηκε ποτέ…Όταν ο Αχιλλέας έμαθε ότι ήμουν άρρωστη, ήρθε και με πήρε από τη σκηνή που ήμουν μαζί με τις άλλες γυναίκες…Ήταν η πρώτη φορά που ακουμπούσε τα χέρια του πάνω μου…Με κουβάλησε στη σκηνή του και προσπάθησε μαζί με την Εκαμήδη –που τη ζήτησε για μερικές μέρες από το Νέστορα- και τον Πάτροκλο, να με συνεφέρουν…Για πολλές μέρες παραμιλούσα και αναρωτιόμουν φωναχτά, πως μπορούσε ένα τέτοιο όμορφο πλάσμα σαν αυτόν, να κάνει τόσα φριχτά πράγματα, και ταυτόχρονα να προσπαθεί να γιατρέψει μια καρδιά, που τη ράγισε ο ίδιος…
»Το ένατο βράδυ, από την πρώτη μέρα που αρρώστησα, πρέπει να με περίμεναν να πεθάνω, μα εγώ τον άκουγα μέσα από τη σκοτεινιά που βρισκόμουν, να προσεύχεται χαμηλόφωνα, την ώρα που ο Πάτροκλος θυσίαζε για μένα…Όταν ξύπνησα το πρωί, τον είδα να κοιμάται σ’ ένα ανάκλιντρο δίπλα μου, ενώ κοντά μου ήταν σκυμμένη και η Εκαμήδη…Ο Πάτροκλος ήρθε τότε και σκέπασε τη σκλάβα που είχε λυγίσει, και τον φίλο του που είχε αποκοιμηθεί, αλλά κοίταξε κι εμένα που είχα συνέλθει, και χαμογελώντας, μου μίλησε σιγανά και μου έφερε νερό, που διψούσα πολύ…Δε θα ξεχάσω αυτή τη χειρονομία, ποτέ…Με ανασήκωσε και με βοήθησε να πιω, και μετά έβρεξε τα χέρια του και δρόσισε το πρόσωπό μου…
»Με τρόπο σήκωσε και τον Αχιλλέα, που είχε μείνει ξάγρυπνος όλη τη νύχτα, και μπροστά του ο Πηλείδης όμοσε ότι θα με απελευθέρωνε για να πάω όπου ήθελα, και θα με φόρτωνε με δώρα και λύτρα, αρκεί να ήμουν χαρούμενη ξανά, ακόμα κι αν δε με έβλεπε άλλη φορά στη ζωή του…Σκέφτηκα πολύ τί να του απαντήσω…Δεν μου είχε μείνει κανένας στη ζωή, και ο μόνος που θα μπορούσε να με δεχτεί θα ήταν ο θείος μου ο Χρύσης…Αλλά πώς να τον αντίκριζα, ελεύθερη εγώ, όταν η μοναχοκόρη του ήταν σκλάβα και ερωμένη του Αγαμέμνονα; Τότε ο Αχιλλέας μου είπε ότι αν ποτέ ο Χρύσης ερχόταν να αναζητήσει την κόρη του, θα του παρέδιδε και ‘μένα, μαζί με εκείνη…Μ’ αυτήν την υπόσχεση έμεινα, και ακόμα αυτός ο όρκος μένει, με μάρτυρα τον Πάτροκλο, αν και τώρα τον Αχιλλέα τον αγαπώ, και δε θέλω να τον αφήσω…
»Άργησαν όμως, κοντεύει να ξημερώσει» είπε τώρα η Βρισηίδα, και νευρικά, σηκώθηκε από το κάθισμά της και πήγε ως τη πόρτα. Γύρισε όμως πίσω, φανερά πιο ήρεμη, και κοιτώντας την Αμαζόνα που την παρακολουθούσε της είπε: «Αλλά κι αν άργησαν, ο Πάτροκλος θα τον φροντίσει σ’ ότι χρειαστεί, αυτός είναι, και δεν πρόκειται ν’ αλλάξει, ευτυχώς…Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που μπορείς να βασιστείς πάνω τους, τέλειος φίλος, καλύτερος από αδελφό…Ακόμα κι όταν καμιά φορά θυμάμαι τις συμφορές μου, ο Πάτροκλος είναι αυτός που με προστρέχει πρώτος και με παρηγορεί, και δεν με αφήνει να πικραίνομαι…Μα κι εκείνος, είναι πονεμένος μέσα του, όμως δεν αφήνει να φανεί η λύπη που έχει…»
Η Κλεονίκη την κοίταξε εξεταστικά, και το βλέμμα της ήταν ερωτηματικό.
»Μακριά από το σπίτι του και τους δικούς του μεγάλωσε, στο Πήλιο, το βουνό των Κενταύρων…Ένας από αυτούς τον ανέθρεψε, μαζί με τον Αχιλλέα, ο Χείρωνας…Τους δίδαξε τα βότανα, την ιατρική, το κυνήγι και τον πόλεμο, την ηθική…Σύντροφος του φίλου του, σε όλες τις περιπέτειες, και δε θέλησε ποτέ να δεσμευτεί, αλλά προτίμησε ν’ αφοσιωθεί σ’ εκείνον…Ερωτεύτηκε βέβαια, την Ίφιδα, την αιχμάλωτη από τη Σκύρο, και ο Αχιλλέας του την παραχώρησε, ίσως να την έχεις δει, αν δίνεις σημασία –όσο λένε- στις γυναίκες, αλλά εκείνη δεν τον αγαπά, επειδή μάλλον θα προτιμούσε τον έρωτα του Αχιλλέα από τον δικό του…Ταλαιπωρήθηκε πολύ, αλλά ποτέ δεν έδειξε πόσο, αλλά ούτε και θέλησε να την αναγκάσει να τον δεχτεί…Ευτυχώς τώρα, βλέπω ότι δεν την προσέχει πια, σα να έχει ερωτευτεί κάποια άλλη -που δεν τη γνωρίζω ποια είναι-, μα του εύχομαι να ευτυχήσει, επειδή πραγματικά, του αξίζει…»
Η πόρτα χτύπησε, και η Βρισηίδα πετάχτηκε όρθια και βιάστηκε να πάει στο άνοιγμά της. Ο ωραίος Μενέσθιος φάνηκε στο άνοιγμα και κοίταξε μέσα στη σκηνή, και εκτός από τη Βρισηίδα, είδε και την Κλεονίκη που καθόταν σε μιαν άκρη.
«Δεν έχουν γυρίσει ακόμα;» ρώτησε τη μελαχρινή γυναίκα και εκείνη του απάντησε αρνητικά.
»Θα πάω να τους περιμένω στην ακρογιαλιά…» της ξαναείπε και έφυγε, τραβώντας αργά την βαριά πόρτα, χωρίς να κλείσει, όμως και η Αμαζόνα σηκώθηκε και ετοιμάστηκε να φύγει, αμέσως μετά από εκείνον.
«Που θα πας;» τη ρώτησε η Βρισηίδα, και η Κλεονίκη ενώνοντας τις δύο παλάμες της, τις έφερε στο πλάι του αριστερού της μάγουλου, και της έδειξε ότι θα πήγαινε να ξαπλώσει. Τη χαιρέτησε και έφυγε κι εκείνη.
****************************
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΗΡΙΤΗ
Ο Νηρέας, από το γάμο του με τη Δωρίδα, απόχτησε πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες και έναν μοναχογιό, το Νηρίτη. Ο Νηρίτης ήταν ένας όμορφος θεός της θάλασσας και ήταν το ταίρι της Αφροδίτης, όσο αυτή ακόμα ζούσε μέσα στο νερό, στην περιοχή νότια της Κύπρου. Όταν οι θεοί την κάλεσαν να εγκατασταθεί στον Όλυμπο, η Κυπρίδα ζήτησε από τον αγαπημένο της να την ακολουθήσει στην κατοικία των θεών, και να ζήσουν εκεί, αλλά ο Νηρίτης δεν ήθελε να αποχωριστεί τους δικούς του και τη ζωή στη θάλασσα και αρνήθηκε την πρόσκλησή της. Τότε η Αφροδίτη σε μία κρίση ζήλιας, καθώς υποπτευόταν ότι ο γιος του Νηρέα είχε ερωτευτεί κάποια άλλη θεότητα, τον μεταμόρφωσε σε κοχύλι και τον κόλλησε για όλη του τη ζωή πάνω σε έναν βράχο, στο σημείο που η θάλασσα ρίχνει τα κύματά της και τον άφησε εκεί, προσκολλημένο, ώστε να ξέρει πως είναι να αρνείται κάποιος κατώτερος τον έρωτα μίας θεάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου