Κάντε μας like στο Facebook

Η χαμένη δεκαετία της Ευρώπης


Στο σύνολό της η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν κατέκτησε κανέναν από τους 17 ποσοτικούς στόχους που θέτει η Συνθήκη της Λισσαβόνας.

Toυ Τίτο Μποέρι
«Μην παραδέχεσαι ποτέ την ήττα σου. Όταν βλέπεις ότι δεν προλαβαίνεις έναν στόχο, απλώς μετατόπισε την προθεσμία. Αργά ή γρήγορα θα τα καταφέρεις». Τον απλό αυτό κανόνα, τον οποίο εφάρμοσαν κατά κόρον οι χώρες της σοσιαλιστικής Ανατολικής Ευρώπης, χρησιμοποιούν σήμερα και οι γραφειοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες.
Στις 24 Μαρτίου 2010, αυτό που γνωρίζουν όλοι όσοι παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη θα χαραχτεί και στην ιστορία: η ΕΕ δεν πέτυχε τους στόχους οικονομικής ανάπτυξης, αποδοτικότητας και εκσυγχρονισμού που είχαν τεθεί πριν από δέκα χρόνια στη Λισαβόνα. Αντί να αναδειχθεί στην «πιο δυναμική οικονομία του κόσμου», η ΕΕ χάνει έδαφος.
Η ψαλίδα του κατά κεφαλήν εισοδήματος στην Ευρώπη των 15 (προ ένταξης των μεγαλύτερων πρώην κομμουνιστικών κρατών το 2004) σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες –οι οποίες χρησιμοποιούνται ως σημείο αναφοράς για πολλούς στόχους– παρέμεινε αμείωτη στο 30-40%, μετά από προσαρμογή στην ισοτιμία αγοραστικής δύναμης.
Στο σύνολό της η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν κατέκτησε κανέναν από τους 17 ποσοτικούς στόχους που θέτει η Συνθήκη της Λισσαβόνας. Όλοι οι ποιοτικοί στόχοι, οι οποίοι προστέθηκαν στην πορεία της διαδικασίας, χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για να τροφοδοτήσουν την εθνική γραφειοκρατία στο πλαίσιο της λεγόμενης «ανοιχτής μεθόδου συντονισμού». Αντί να αναζητήσει τους λόγους της γενικής αυτής αποτυχίας, η ΕΕ εκδίδει ένα έγγραφο που θέτει νέους φιλόδοξους στόχους για το 2020. Όπως φαίνεται, θα ακολουθήσουν δέκα ακόμη χρόνια με μεγαλοστομίες και ονειροπολήσεις.
Τι πήγε λάθος στη Συνθήκη της Λισσαβόνας; Βασικά, όλα –και κυρίως, η μέθοδος. Κανονισμοί χωρίς εποπτεία και μηχανισμό επιβολής δεν είναι παρά κούφιες ρητορείες. Η «αμοιβαία πίεση» που θα ασκούνταν με την ανοικτή μέθοδο συντονισμού αποδείχθηκε ένα ισχυρό εργαλείο στην επίτευξη «αμοιβαίας κάλυψης» όσον αφορά στην αιτιολόγηση της μη έγκυρης επίτευξης των στόχων.
Κατά δεύτερον, οι ίδιοι οι στόχοι ήταν εσφαλμένοι –και υπερβολικά πολλοί. Οι θαρραλέοι που επιχείρησαν να τους απαριθμήσουν κατέληξαν σε τριψήφια νούμερα. Ο μόνος λόγος που μπορεί να εξηγήσει έναν τόσο μακρύ κατάλογο είναι για να έχει κάθε κυβέρνηση τη δυνατότητα να πετύχει έναν τουλάχιστον στόχο, τον οποίο θα παρουσιάσει ως τρόπαιο στην εκάστοτε χώρα.
Επιπλέον, στους στόχους περιλαμβάνονταν κατά κύριο λόγο πολιτικές που δεν απαιτούν υπερεθνικό συντονισμό, όπως πολιτικές στον εργασιακό τομέα, την παιδική μέριμνα και το συνταξιοδοτικό. Επομένως, μιλάμε για μια ήπια μέθοδο χωρίς κυρώσεις για τις χώρες που καθυστερούσαν στη διαδικασία. Οι στόχοι, επίσης, καθορίζονταν συνήθως με βάση τα αποτελέσματα και όχι τα μέσα πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι μια χώρα που βρέθηκε προ ευχάριστων εκπλήξεων θα μπορούσε να πετύχει ένα στόχο χωρίς να κάνει τίποτα γι’ αυτό.
Έχοντας υπ’ όψιν όλους τους παραπάνω λόγους, δεν χρειάζεται φιλοσοφία για να καταλάβει κανείς γιατί η εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας μετατέθηκε στο 2020. Αντί να χάνει χρόνο και δημόσιο χρήμα για την κατάρτιση ή συντήρηση της γραφειοκρατίας της Λισσαβόνας, η ΕΕ θα έπρεπε να παρακολουθεί στενά τη διαδικασία επίτευξης των εν λόγω εθνικών και ευρωπαϊκών στόχων που έχουν σημαντικές επιπτώσεις για τα διάφορα κράτη μέλη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι η προστασία του περιβάλλοντος. Οι στόχοι του Κιότο για το 2012 είναι εφικτοί. Η κωλυσιεργία μιας χώρας να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις προσπάθειες των υπόλοιπων κρατών.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η διανομή ενέργειας. Η ΕΕ απέχει πολύ από την ενιαία αγορά ενέργειας, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να επιβαρύνονται με μεγαλύτερο κόστος και χαμηλότερη αποδοτικότητα. Σε αυτό το σημείο, υπάρχει σοβαρό κίνητρο για τον καθορισμό πανευρωπαϊκών, και όχι εθνικών, στόχων και για την επιβολή κυρώσεων στις χώρες που δεν απελευθερώνουν τις αγορές τους.
Αντ’ αυτού, υπάρχουν στόχοι θα μπορούσαν να τίθενται σε επίπεδο ΕΕ για την επιβράβευση των κρατών εκείνων που συμβάλλουν σε μεγαλύτερο ποσοστό στην επίτευξή τους. Ένας τέτοιος στόχος είναι η μετανάστευση. Η Ευρώπη έχει μένει πίσω στον παγκόσμιο αγώνα ταχύτητας για την αναζήτηση ταλέντων. Η παγκόσμια ύφεση, όμως, προσφέρει μια ευκαιρία ανασχεδιασμού της γεωγραφικής κατανομής του χαρισματικού ανθρώπινου κεφαλαίου.
Με τη βοήθεια επιλεγμένων μεταναστευτικών πολιτικών και τη δημιουργία συνθηκών που ευνοούν την ανάπτυξη ταλέντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το καθαρό ισοζύγιο «χαρισματικών μεταναστών» μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά, από τα μηδενικά ή τα αρνητικά επίπεδα στα οποία βρίσκεται σήμερα σε όλα τα κράτη της ΕΕ. Αυτή τη στιγμή, υπάρχει μια «δεξαμενή» 300 εκατομμυρίων περίπου πτυχιούχων πάνω στην οποία μπορεί να βασιστεί μια πολιτική, καθώς, σύμφωνα με ατράνταχτα στοιχεία, οι μετανάστες αυτοί ανταποκρίνονται στις μεταβολές των οικονομικών κινήτρων που παρέχονται με κριτήριο την επιλογή τόπου εγκατάστασης.
Υπό αυτή την έννοια, υπάρχουν σαφείς επιπτώσεις για τα κράτη μέλη, όχι μόνο επειδή οι καταρτισμένοι μετανάστες κατευθύνονται στις χώρες όπου υπάρχει μια κρίσιμη μάζα επαγγελματικών ευκαιριών. Οι άνθρωποι συχνά συμπεριφέρονται σαν «δυναμικά ζευγάρια» στην αναζήτηση καλύτερης εργασίας και από τα δύο μέλη του ανδρόγυνου.
Με τους δημοφιλής προορισμούς, όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, να δρομολογούν περικοπές στην έρευνα και τη δημόσια εκπαίδευση και, δεδομένης της ανάγκης για αύξηση των ανώτατων φορολογικών συντελεστών, η Ευρώπη έχει μια μοναδική ευκαιρία να προσελκύσει χαρισματικούς και καταρτισμένους μετανάστες, περιορίζοντας ταυτόχρονα το κύμα εξόδου των ερευνητών από την Ευρώπη.
Η διαδικασία της «μπλε κάρτας», όπως ονομάζεται, έχει αποδειχθεί σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχής, διότι δεν παρείχε στα μεμονωμένα κράτη κίνητρο για συντονισμό των πολιτικών τους. Γιατί η βοήθεια της ΕΕ προς τους ερευνητές των κρατών μελών να μην παρέχεται υπό την προϋπόθεση της υιοθέτησης επιλεγμένων μεταναστευτικών πολιτικών; Αυτό θα ήταν το πρώτο σοβαρό βήμα προς την κατεύθυνση της σύστασης μιας ενιαίας αγοράς εργασίας στην Ευρώπη.
Εάν η Ευρώπη αποφάσιζε να κάνει τέτοια βήματα, δεν θα αποτελούσε απλώς έναν τόπο αναδιανομής, αλλά έναν τόπο όπου το περιβάλλον προστατεύεται, η ενέργεια διανέμεται αποτελεσματικά και οι δεξιότητες επιβραβεύονται στο έπακρον.
*Ο Τίτο Μποέρι είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου και διευθυντής του Fondazione Debenedetti.
Copyright: Project Syndicate, 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κάντε μας like στο Facebook
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...