Ο ξαφνικός, πρόωρος χαμός του Τζέιμς Γκαντολφίνι, ο διαρκής θάνατος του Τόνι Σοπράνο και ένας επίλογος για τη Χρυσή Εποχή της τηλεόρασης (Pics)
Κείμενο: Θοδωρής Δημητρόπουλος
Στην μεγάλη αποτίμηση της ιστορίας της σύγχρονης τηλεόρασης που κάποτε θα γίνει ολοκληρωτικά, όταν το μέσο θα έχει πεθάνει κι εκείνο, πιθανώς πριν καν πεθάνουμε κι εμείς οι ίδιοι, και θα έχει μετουσιωθεί σε κάτι άλλο, διαφορετικό, καινούριο, οι «Sopranos» θα κρατούν μια περήφανη θέση ως η σειρά που τα άλλαξε όλα.
Και ο Τζέιμς Γκαντολφίνι θα βρίσκεται στην αντίστοιχη λίστα των μεγάλων, καθοριστικών ερμηνειών, που βοήθησαν ένα καλλιτεχνικά καταγέλαστο μέσο να αναγνωστεί στα σοβαρά ως αληθινή τέχνη.
Αυτά τα πράγματα είναι δεδομένα, δεν λέμε κάτι αμφισβητήσιμο ή πρωτότυπο αυτή τη στιγμή.
Γι’αυτό έχει αξία να δούμε τη μεγάλη απώλεια ενός μεγάλου ηθοποιού μέσα από το πρίσμα του σημαντικότερού του ρόλου. Διότι έτσι κι αλλιώς, ο Τόνι Σοπράνο πάντα ζούσε μέσα σε ένα νέφος θανάτου.
(Στο κείμενο περιλαμβάνονται spoilers για την εξέλιξη και το φινάλε των «Sopranos».)
Ι. Γέννηση της Χρυσής Εποχής
Ο ξαφνικός θάνατος του Τζέιμς Γκαντολφίνι μας ταρακούνησε για έναν άλλο λόγο, που ξεπερνά την αγάπη για το μεγαλείο του έργου του, ξεπερνά ακόμη και το νεαρό της ηλικίας του, το γεγονός πως ακόμα και πριν λίγες μέρες γύριζε μια νέα μίνι σειρά, ενώ υπάρχουν ταινίες του που ακόμα δεν έχουν βγει στις αίθουσες. Έχει να κάνει με το ότι ο Γκαντολφίνι δεν ήταν ένας ακόμη αγαπημένος, νέος, ενεργός ηθοποιός που κάποτε έπαιξε έναν εμβληματικό ρόλο.
Ήταν Ο Ηθοποιός που κάποτε έπαιξε Τον Εμβληματικό ρόλο.
Αυτά που λέγαμε στην πρώτη παράγραφο, βλέπεις, δεν συνέβησαν εκτός context. Οι «Sopranos» είναι μια πολύ καλή έως τέλεια σειρά, αναλόγως με ποιον μιλάς. Αυτό που δεν μπαίνει όμως σε προσωπική εκτίμηση, είναι η σημασία της, η θέση της στην ιστορίας της τηλεόρασης. Υπάρχει τηλεόραση πριν και μετά τους «Sopranos» και κατ’επέκταση υπάρχει τέχνη πριν και μετά τους «Sopranos». Η σειρά του Ντέιβιντ Τσέις ηγήθηκε ενός κινήματος αλλαγής που συμπεριέλαβε όλα τα γνωστά αριστουργήματα του ΗΒΟ (τα «Wire», τα «Deadwood» κι αργότερα τα «Mad Men» και τα «Breaking Bad») και έδειξε το δρόμο για μια απρόσμενη συνένωση αυτού του κατεξοχήν λαϊκού μέσου με ένα ποιητικού περιτυλίγματος, σημειολογικά πλούσιου κειμένου.
Και ο Γκαντολφίνι, ο Τόνι Σοπράνο, ο μαφιόζος με την οικογένεια και τα ψυχολογικά προβλήματα, αυτός ο ανθρώπινος υπερ-villain, με αυτή τη μεγαλειώδη, την υπερπλήρη ερμηνεία που κατέγραφε μια πληθώρα συναισθημάτων και καταστάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης, έγινε το poster boy της επανάστασης. Ο Γκαντολφίνι δεν ήταν απλά ένας φανταστικός ηθοποιός σε μια φανταστική σειρά. Είναι το πρόσωπο της επανάστασης μιας λαϊκής τέχνης, μια επανάσταση την οποία ακόμα βιώνουμε. Δεν πέθανε ένα κομμάτι ιστορίας, ένα μουσειακό έκθεμα- χάθηκε ο άνθρωπος που έγινε συνώνυμο όσων θαυμάζουμε ακόμα σήμερα.
«Το να βρούμε τον Τζιμ ήταν τα πάντα. Χωρίς εκείνον δε βγαίνουμε στον αέρα. Χωρίς εκείνον δεν υπάρχει σειρά», είχε πει ο Ντέιβιντ Τσέις για τη διαδικασία εύρεσης πρωταγωνιστή, όταν η σειρά ήταν ακόμα στα πρώτα στάδια παραγωγής. Και χωρίς αυτή τη σειρά δεν υπάρχει αυτή η συγκλονιστική τηλεόραση αντι-ηρώων με σάρκα και οστά που πλημμύρισε τις οθόνες μας στα ‘00s και μας έκανε να νοιαστούμε για το πώς φιλοσοφίες για την αλλαγή και τον θάνατο ή για το πώς ιδέες όπως η πίστη και η οικογένεια μεταφράζονταν σε καθηλωτικές πλοκές ιστοριών με εγκληματίες και πρωταγωνιστές που χορεύουν στα όρια του ηθικού γκρίζου
Όλα ξεκίνησαν όταν ο Τόνι Σοπράνο μπήκε το γραφείο της Δρ. Μέλφι, όταν ο Τζέιμς Γκαντολφίνι ρουθούνισε την πρώτη του βαθιά, απειλητική ανάσα, όταν επέστρεψε το διερευνητικό βλέμμα της Μέλφι με αυτή την -πώς αλλιώς να το περιγράψω;- υπαρξιακή βαρεμάρα που έκρυβε μες στην υγρή, εκφραστική ματιά του.
Το κείμενο, η αισθητική, η σκηνοθεσία, είναι ένα πράγμα. Στο κεφάλι του Τσέις υπήρχε μία εκδοχή της σειράς. Η τελική ήρθε όταν ο Τζέιμς Γκαντολφίνι πήρε την πρώτη του ανάσα φορώντας τα ρούχα του Τόνι Σοπράνο. Τότε τα πάντα άλλαξαν, επειδή τα πάντα έγιναν πραγματικότητα.
ΙΙ. Το κολαστήριο του Τόνι Σοπράνο
Σε αυτό το πρώτο επεισόδιο, τον πιλότο που ο Τσέις έχει γράψει και σκηνοθετήσει, ο Τόνι διηγείται στην Δρ. Μέλφι τη μέρα που κατέληξε στην κρίση πανικού που τον έστειλε εκεί. «Είναι καλό να είσαι μέσα σε κάτι από το ισόγειο», της λέει. «Ήρθα πολύ αργά γι’αυτό και το ξέρω.»
«Αλλά τελευταία, έχω την αίσθηση πως ήρθα στο τέλος. Το καλύτερο έχει τελειώσει.»
Καλωσήρθατε στο «Sopranos»! Όταν αυτή είναι μια διαπίστωση που γίνεται μέσα στα πρώτα λεπτά μιας σειράς, στο πλαίσιο ενός επεισοδίου πάνω από το οποίο κρέμεται σαν σύννεφο ο θάνατος (ο Τόνι χάνει τις αισθήσεις του, κάνει μαγνητική φοβούμενος πως πεθαίνει), καταλαβαίνεις γρήγορα πως δε θα πρόκειται για μια άσκηση εξέλιξης. Το «Sopranos» είναι ένας στοχασμός πάνω στην αδυναμία αλλαγής και στον κατ’επαναληψη, λεπτό μετά το λεπτό, θάνατό μας.
Ο ονειρικός χαρακτήρας τον οποίο λαμβάνει η σειρά επιβεβαιώνει αυτή τη θεματική. Τα πάντα μπορούν να ερμηνευτούν ως επισκέψεις στο κολαστήριο, ως δεύτερες ευκαιρίες, ως καταβάσεις στην κόλαση. Στην αρχή της 6ης σεζόν ο Τόνι έχει μια εμπειρία κοντά στον θάνατο, κάτι που εκκινεί ένα αποχαιρετιστήριο τουρ χαρακτήρων που φτάνει ως το τέλος της σειράς. Σε ένα από εκείνα τα τελευταία επεισόδια, το «Kennedy and Heidi», ο Τόνι κάνει διάλειμμα από τα πάντα, δραπετεύει στο Λας Βέγκας παρέα με τη Σάρα Σάχι και περιμένει μεθυσμένος στην έρημο μέχρι να ξημερώσει. Όταν βλέπει το φως του ήλιου, φωνάζει «I get it!»
Τι «κατάλαβε» ο Τόνι όταν είδε το φως το αληθινό; Στο συμβολικό επίπεδο που η σειρά είναι όλη μια διαρκής άσκηση ματαιότητας πάνω στην απουσία εξιλέωσης, αυτό ήταν το φως που σε καλεί για να φύγεις ααπό τον μάταιο τούτο κόσμο. Τρία επεισόδια μετά, στην πιο διάσημη μαύρη οθόνη στην ιστορία της τηλεόρασης, ο Τόνι Σοπράνο πέθανε. (Σε κυριολεκτικό ή σε συμβολικό επίπεδο δεν ξέρω, ο καθένας έχει την άποψή του.) Είναι πάντα ξαφνικό. Δεν το βλέπεις να έρχεται. Δεν ακούς ούτε βλέπεις τίποτα. Ξαφνικά απλά, πέφτει μαύρο.
Καθώς όλη η σειρά είναι χτισμένη πάνω στην προσμονή και την έλευση του θανάτου, αποκτά μια επιπλέον τραγική διάσταση να βλέπεις ξανά τα επεισόδια ζώντας σε έναν κόσμο όπου αυτός ο άντρας, ο Τόνι Σοπράνο αυτοπροσώπως, ο μέγας Τζέιμς Γκαντολφίνι είναι όντως νεκρός. Βλέπεις τις σκηνές που μοιράζεται με τη μητέρα του, την Λίβια της τρομερής Νάνσι Μαρτσάντ, και νιώθεις μια εκτός σώματος εμπειρία.
Εκεί αποκτούν άλλη βαρύτητα αυτές οι συνεχείς, διακριτικές ειρωνείες θανάτου που είναι διασκορπισμένες μες στο DNA της σειράς. Το «Sopranos» μιλάει σε πολύ μεγάλο βαθμό για τη ματαιότητα, και το να βλέπεις δύο φανταστικούς ηθοποιούς να επιδίδονται σε ερμηνείες ζωής, δίνοντάς όλο τους το είναι στην υπηρεσία αυτού του μηνύματος, είναι ανατριχιαστικό.
Όμως είναι και αναπόφευκτο.
Βλέπεις, δεν χρειαζόταν να έρθει ο Ντέιβιντ Τσέις για να μας πει πως κάποτε όλοι μας θα πεθάνουμε, αλλά το έκανε όπως και νά’χει. Κι ο Τζέιμς Γκαντολφίνι ήταν εκείνος που μετέδωσε το μήνυμα. Δε θα μπορούσε ποτέ να είναι άλλος στη θέση του. Κι αν είναι να έχεις έναν ρόλο ζωής που οι άνθρωποι θα κοιτάζουν και θα αναλύουν σε σχέση με τη ζωή σου και το θάνατό σου και την εποχή σου, μπορείς μόνο να ελπίζεις πως θα είναι ένας ρόλος σαν τον Τόνι Σοπράνο.
Όχι σαν. Δεν υπάρχει «σαν» τον Τόνι Σοπράνο. Υπάρχει ο μοναδικός Τόνι Σοπράνο.
ΙΙΙ. Ο θάνατος του Τζέιμς Γκαντολφίνι
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα το πρόσωπο του Γκαντολφίνι. Ήταν στο εξώφυλλο της πρώτης σεζόν της σειράς, στα DVD που κοσμούσαν τις προθήκες ενός συνοικιακού βιντεάδικου. Πρέπει να ήταν στις πολύ αρχές των ‘00s, η ιδέα πως μπορούμε να νοικιάζουμε σειρές σε DVD είχε μόλις πρωτοεμφανιστεί. Δεν είχα ιδέα τότε τι ήταν οι «Sopranos», απλά με τράβηξε το ύφος και το physique του πρωταγωνιστή του. Δίπλα σε ένα σωρό φωτοσοπαρισμένες, φωτεινές τελειότητες, είχες εκεί μια ασπρόμαυρων αποχρώσεων εικόνα ενός αναπολογητικά χοντρού τύπου, με ένα πούρο στο στόμα. Τον κοίταγες και ήξερες πως ό,τι ήταν αυτό που πούλαγε, το εννοούσε.
Δεν είχα ιδέα τι ήταν οι «Sopranos». Αλλά εκείνο το απόγευμα έφυγα νοικιάζοντας το DVD με τα πρώτα 3 ή 4 επεισόδια. Πρέπει να ήταν κι η πρώτη φορά που νοίκιαζα σειρά. Μου φαινόταν κάπως περίεργο, αλλά απλά ήθελα να ξέρω περισσότερα για αυτό τον τύπο.
«Αυτή η σειρά δεν ήταν τέσσερις όμορφες γυναίκες στο Μανχάταν», είχε πει ο Γκαντολφίνι μιλώντας για το ρίσκο του ΗΒΟ να δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο μιας τέτοιας σημαντικής παραγωγής σε έναν γεμάτο, όχι ιδιαίτερα όμορφο τυπάκο στα πρώτα στάδια γενναίας καράφλας. «Ήταν ένα μάτσο χοτροί τύποι από το Τζέρσεϊ. Ήταν ένα τρομερό άλμα πίστης», συμπλήρωνε.
Ο Τόνι Σοπράνο δεν ήταν ο πρώτος αντισυμβατικός, αντι-Χολιγουντιανός αντι-ήρωας. Αν μη τι άλλο είχε υπάρξει κι ένας Άντι Σίποβιτς στο τεράστιο «NYPD Blue» του Ντέιβιντ Μιλτς, στις αρχές εκείνης της ίδιας δεκαετίας. Όμως όπως εξηγήσαμε και στο πρώτο κομμάτι αυτού του κειμένου, τα πάντα στην καταγραφή της ιστορίας είναι θέμα context. Ο Σίποβιτς ήταν προφήτης, όμως ο Σοπράνο ήταν ο Εκλεκτός.
«Είχε... κάτι», θυμάται η παραγωγός της σειράς, Αϊλίν Λάντρες, μιλώντας για τις πρώτες οντισιόν που έγιναν για τον ρόλο του Τόνι. «Έφερνε μια βαρύτητα στις σκηνές του. Ήταν ξεκάθαρο πως ήταν ο ανθρωπός μας.» Τι ήταν αυτό το αόριστο κάτι; Είναι ο παράγοντας Χ που ειδικά όταν στελεχώνεις μια σειρά, είναι αληθινά απαραίτητος. Οι σειρές, πολύ περισσότερο από τις ταινίες, έχουν ανάγκη έναν πρωταγωνιστή με χάρισμα, που να μπορέσει να μπει στο πετσί του ρόλου, να τον κάνει διαφορετικό και να τον εξελίξει. Στο σινεμά ένας μεγάλος σκηνοθέτης μπορεί να είναι ό,τι χρειάζεσαι, δες μόνο τι έχει κάνει ένας δημιουργός σαν τον Μάικλ Μαν ό,τι πρωταγωνιστή κι αν είχε ποτέ του.
Στην τηλεόραση χρειάζεσαι έναν πρωταγωνιστή που να γράφει κι εκείνος τον ρόλο με τον δικό του τρόπο, δίπλα στο δικό σου κείμενο. Τον χρειάζεται ακόμα κι ένας μεγάλος σαν τον Ντέιβιντ Τσέις. Ο δημιουργός της σειράς θυμάται ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι έφερε ο Γκαντολφίνι στον ρόλο του Τόνι, μέσα από μια σκηνή προς το τέλος του πιλότου.
Στο οικογενειακό μπάρμπεκιου, ο Τόνι υποτίθεται πως τραβάει ένα χαστούκι στον ανιψιό του, Κρίστοφερ, λόγω της υπόνοιας και μόνο πως θα πουλήσει την ιστορία του στο Χόλιγουντ. Στο σενάριο τον χτύπαγε μία και του έλεγε «είσαι τρελός;». Στην πραγματικότητα, θυμάται ο Τσέις, ο Γκαντολφίνι έγινε ταύρος σε υαλοπωλείο. Έπιασε τον Κρίστοφερ, τον σήκωσε, τον πέταξε στο έδαφος. Μαινόμενος. «Ουάο. Αυτό. Ακριβώς αυτό», σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή.
Ο Γκαντολφίνι έκανε τον Τόνι Σοπράνο αυτό που ήταν ο Τόνι Σοπράνο. Η απειλητική φυσική παρουσία, αυτός ο σάκος με εκρηκτικά που ένιωθες πως μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκραγεί. Το απειλητικό χαμόγελο που φοβόσουν ότι μπορεί να σε δηλητηριάσει. Ο αποστασιοποιημένος συναισθηματισμός. Η αίσθηση πως μπορεί να νιώθει τα πάντα την ίδια στιγμή, και ο φόβος του αγνώστου μπροστά στην κάθε του σιωπή.
Είναι αληθινά μια από τις πληρέστερες και επιβλητικότερες ερμηνείες στην ιστορία της τηλεόρασης. Όταν ο Μπράιαν Κράνστον (μεταξύ πολλών, πολλών άλλων) τουήταρε την επόμενη του θανάτου, πως χωρίς τον Γκαντολφίνι δεν θα υπήρχε Γουώλτερ Γουάιτ, δεν το έλεγε από καλοσύνη. Είναι σαφής και αδιαπραγμάτευτη αλήθεια.
Να ποιο είναι το θαυμαστό της όλης υπόθεσης: Ο Τζέιμς Γκαντολφίνι υπήρξε ένας από τους πιο επιδραστικούς ερμηνευτές στην ιστορία ενός μέσου ακριβώς στην αιχμή μιας νέας εποχής. Ήταν ο σωστός άνθρωπος στο σωστό ρόλο τη σωστή στιγμή.
Τα απότομα και μη φινάλε, μας ωθούν πάντα στην εκτίμηση κάθε φαινομένου μέσα πλέον στο ιστορικό του πλαίσιο. Οι θάνατοι συνήθως αφορούν δύο ειδών αφηγήσεις: Οι εγνωσμένης αξίας θρύλοι που, γερασμένοι πλέον, έχουν προ πολλού δει το έργο τους να γίνεται κομμάτι της ιστορίας. Και οι τραγικά νέοι, αυτά τα αιώνια υποθετικά «τι θα μπορούσαμε να είχαμε δει από αυτόν» ερωτήματα. Ο ξαφνικός θάνατος Τζέιμς Γκαντολφίνι, ενός ανθρώπου που, ετών 51, λίγες μέρες πριν τον προδώσει το σώμα του βρισκόταν σε γυρίσματα, δουλεύοντας υπό το ραντάρ μια αξιοπρόσεκτη μετά-«Sopranos» καριέρα, δεν ταιριάζει σε κανένα καλούπι. Η ιστορία του ακόμα γράφεται και η επίδρασή του ακόμα εκτιμάται.
Καθώς για τον μεγάλο Γκαντολφίνι πέφτει το ξαφνικό μαύρο, το μόνο σίγουρο για τον Τόνι Σοπράνο είναι ένα. Πως είτε νεκρός, είτε ζωντανός, είναι πλέον αθάνατος.
*Ο Τζέιμς Γκαντολφίνι πέθανε στη Ρώμη σε ηλικία 51 ετών από καρδιακή προσβολή.
(Πηγή: Flix.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου