Τα σκληρά μέτρα έφεραν επενδύσεις και αυτές με τη σειρά τους την έξοδο από την κρίση
Απόδοση: Λάμπρος Κοντογεώργος
Με κέρδη 70% τον τελευταίο χρόνο και τους ξένους επενδυτές να συρρέουν στο Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης αγοράζοντας τουρκικές μετοχές και ομόλογα σε επίπεδα ρεκόρ, όλοι αναρωτιούνται γιατί αυτός ο ενθουσιασμός με την Τουρκία. Πολύ απλά, διότι οι αγορές δείχνουν να έχουν πειστεί πως τα χειρότερα πέρασαν για τη χώρα των 70 εκατ. κατοίκων, σε σημείο που ακόμη και οι πολιτικές διαμάχες –εγγενές χαρακτηριστικό της γείτονος– να μη στέκονται ικανές να σταματήσουν την ορμή προς τα εμπρός.
Την αλλαγή αυτή της εικόνας πιστώνεται ο επικεφαλής της τουρκικής κυβέρνησης Ταγίπ Ερντογάν και ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Αλί Μπαμπατζάν, απόφοιτος του Kellogg Northwestern School of Management.
Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν εξελέγη με μεγάλη πλειοψηφία το 2002. Τότε, οι κερδοσκοπικές συναλλαγές στα κρατικά ομόλογα και την τουρκική λίρα είχαν δώσει το έναυσμα για μια σοβαρή χρηματοοικονομική κρίση.
Ο Ερντογάν και ο Μπαμπατζάν χρησιμοποίησαν την κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία και την αίσθηση της επείγουσας ανάγκης για να υλοποιήσουν πολλές μεταρρυθμίσεις. Χαλιναγώγησαν τις δημόσιες δαπάνες, πούλησαν κρατικές επιχειρήσεις αξίας 30 δισ. δολ., ενίσχυσαν τις χρηματοοικονομικές ρυθμιστικές Αρχές και εισήγαγαν αυστηρότερες απαιτήσεις αποθεματικών κεφαλαίων για τις τράπεζες.
Πραγματοποίησαν κινήσεις για την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προβάλλοντας τις απαιτήσεις της Ε.Ε. ως έναν ακόμη λόγο για βαθιά αλλαγή.
«Ήταν πικρό φάρμακο», θυμάται ο Ζιγιά Ακούρτ, διευθύνων σύμβουλος της Akbank, μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Τουρκίας, «το οποίο όμως έφερε αποτελέσματα». Η Τουρκία είχε μια ευημερούσα δεκαετία, καθώς τα επιτόκια έπεσαν και οι τράπεζες άρχισαν να δανείζουν ξανά ύστερα από μια περίοδο κατά την οποία η ροή κεφαλαίων ήταν περιορισμένη.
Ξένα κεφάλαια από τη Ford, τη Vodafone, την General Electric καθώς και από άλλες πολυεθνικές άρχισαν να εισρέουν στη χώρα.
Παράλληλα, το εμπόριο με την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή εκτοξεύεται: Οι εξαγωγές από το 2002 έχουν τριπλασιαστεί, φθάνοντας στα 102 δισ. δολ.
Απόδοση: Λάμπρος Κοντογεώργος
Με κέρδη 70% τον τελευταίο χρόνο και τους ξένους επενδυτές να συρρέουν στο Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης αγοράζοντας τουρκικές μετοχές και ομόλογα σε επίπεδα ρεκόρ, όλοι αναρωτιούνται γιατί αυτός ο ενθουσιασμός με την Τουρκία. Πολύ απλά, διότι οι αγορές δείχνουν να έχουν πειστεί πως τα χειρότερα πέρασαν για τη χώρα των 70 εκατ. κατοίκων, σε σημείο που ακόμη και οι πολιτικές διαμάχες –εγγενές χαρακτηριστικό της γείτονος– να μη στέκονται ικανές να σταματήσουν την ορμή προς τα εμπρός.
Την αλλαγή αυτή της εικόνας πιστώνεται ο επικεφαλής της τουρκικής κυβέρνησης Ταγίπ Ερντογάν και ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Αλί Μπαμπατζάν, απόφοιτος του Kellogg Northwestern School of Management.
Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν εξελέγη με μεγάλη πλειοψηφία το 2002. Τότε, οι κερδοσκοπικές συναλλαγές στα κρατικά ομόλογα και την τουρκική λίρα είχαν δώσει το έναυσμα για μια σοβαρή χρηματοοικονομική κρίση.
Ο Ερντογάν και ο Μπαμπατζάν χρησιμοποίησαν την κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία και την αίσθηση της επείγουσας ανάγκης για να υλοποιήσουν πολλές μεταρρυθμίσεις. Χαλιναγώγησαν τις δημόσιες δαπάνες, πούλησαν κρατικές επιχειρήσεις αξίας 30 δισ. δολ., ενίσχυσαν τις χρηματοοικονομικές ρυθμιστικές Αρχές και εισήγαγαν αυστηρότερες απαιτήσεις αποθεματικών κεφαλαίων για τις τράπεζες.
Πραγματοποίησαν κινήσεις για την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προβάλλοντας τις απαιτήσεις της Ε.Ε. ως έναν ακόμη λόγο για βαθιά αλλαγή.
«Ήταν πικρό φάρμακο», θυμάται ο Ζιγιά Ακούρτ, διευθύνων σύμβουλος της Akbank, μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Τουρκίας, «το οποίο όμως έφερε αποτελέσματα». Η Τουρκία είχε μια ευημερούσα δεκαετία, καθώς τα επιτόκια έπεσαν και οι τράπεζες άρχισαν να δανείζουν ξανά ύστερα από μια περίοδο κατά την οποία η ροή κεφαλαίων ήταν περιορισμένη.
Ξένα κεφάλαια από τη Ford, τη Vodafone, την General Electric καθώς και από άλλες πολυεθνικές άρχισαν να εισρέουν στη χώρα.
Παράλληλα, το εμπόριο με την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή εκτοξεύεται: Οι εξαγωγές από το 2002 έχουν τριπλασιαστεί, φθάνοντας στα 102 δισ. δολ.
Τεστ κοπώσεως
* Αναδημοσίευση από το "Κεφάλαιο" της 15ης Μαΐου
Η πραγματική δοκιμασία της οικονομικής ισχύος της Τουρκίας έλαβε χώρα το περασμένο έτος, καθώς η παγκόσμια κρίση έριξε τον κόσμο σε ύφεση. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας συρρικνώθηκε κατά σχεδόν 5%, μια οδυνηρή προσαρμογή.
Όμως η λίρα δεν συνετρίβη, όπως συνέβαινε κάποτε. Αντίθετα, το τουρκικό νόμισμα διατήρησε την ισοτιμία με το αμερικανικό δολάριο κοντά στο 1,50 χωρίς να επηρεαστεί και από τη μείωση των επιτοκίων που πραγματοποίησε η κεντρική τράπεζα της χώρας.
Οι τουρκικές επιχειρήσεις ετοιμάζονται τώρα για ένα ισχυρό 2010. Το ΑΕΠ αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 6% κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2009, μένοντας πίσω μόνο από την Κίνα, μεταξύ των χωρών του G20.
Η αύξηση μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς οι επιχειρήσεις επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. «Πρόκειται για μια οικονομία με μια βαθιά μεταποιητική βάση και μεγάλη μεσαία τάξη», λέει στο Bloomberg Businessweek ο Μurat Koprulu, πρόεδρος της Multirateral Funding International με έδρα τη Νέα Υόρκη, η οποία διαχειρίζεται περίπου 120 εκατομμύρια δολάρια παγίων σε αναδυόμενες αγορές.
Όμως, το ερώτημα είναι το αν η Τουρκία μπορεί να διατηρήσει αυτό το φρενήρη ρυθμό. Το 2005, ο Jim O’Neill, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs, κατέταξε την Τουρκία μεταξύ των «υποψήφιων» 11 χωρών οι οποίες θα μπορούσαν να γίνουν παγκόσμιοι οικονομικοί ηγέτες (μετά τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα). Η διατήρηση ενός ρυθμού ανάπτυξης κατά μέσo όρο 6% θα μπορούσε να βάλει την οικονομία της Τουρκίας, ύψους 620 δισ. δολ., μπροστά από τη Γερμανία μέχρι το 2050, σύμφωνα με έκθεση της Goldman.
Σε περίπτωση που επανεκλεγεί, όπως αναμένεται, το 2011 ο Ερντογάν, θα μπορούσε να γίνει ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της Τουρκίας τα τελευταία 60 χρόνια. Ωστόσο μέχρι τότε οι πολιτικές επιθέσεις εναντίον του κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχιστούν και η ανησυχία των επενδυτών μπορεί να αυξηθεί.
Η επόμενη Γερμανία; Είναι σίγουρα κάτι δυνατό. Αλλά ακόμα και ο επιδέξιος Ερντογάν χρειάζεται πολιτική ειρήνη.
Όμως η λίρα δεν συνετρίβη, όπως συνέβαινε κάποτε. Αντίθετα, το τουρκικό νόμισμα διατήρησε την ισοτιμία με το αμερικανικό δολάριο κοντά στο 1,50 χωρίς να επηρεαστεί και από τη μείωση των επιτοκίων που πραγματοποίησε η κεντρική τράπεζα της χώρας.
Οι τουρκικές επιχειρήσεις ετοιμάζονται τώρα για ένα ισχυρό 2010. Το ΑΕΠ αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 6% κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2009, μένοντας πίσω μόνο από την Κίνα, μεταξύ των χωρών του G20.
Η αύξηση μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς οι επιχειρήσεις επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. «Πρόκειται για μια οικονομία με μια βαθιά μεταποιητική βάση και μεγάλη μεσαία τάξη», λέει στο Bloomberg Businessweek ο Μurat Koprulu, πρόεδρος της Multirateral Funding International με έδρα τη Νέα Υόρκη, η οποία διαχειρίζεται περίπου 120 εκατομμύρια δολάρια παγίων σε αναδυόμενες αγορές.
Όμως, το ερώτημα είναι το αν η Τουρκία μπορεί να διατηρήσει αυτό το φρενήρη ρυθμό. Το 2005, ο Jim O’Neill, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs, κατέταξε την Τουρκία μεταξύ των «υποψήφιων» 11 χωρών οι οποίες θα μπορούσαν να γίνουν παγκόσμιοι οικονομικοί ηγέτες (μετά τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα). Η διατήρηση ενός ρυθμού ανάπτυξης κατά μέσo όρο 6% θα μπορούσε να βάλει την οικονομία της Τουρκίας, ύψους 620 δισ. δολ., μπροστά από τη Γερμανία μέχρι το 2050, σύμφωνα με έκθεση της Goldman.
Σε περίπτωση που επανεκλεγεί, όπως αναμένεται, το 2011 ο Ερντογάν, θα μπορούσε να γίνει ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της Τουρκίας τα τελευταία 60 χρόνια. Ωστόσο μέχρι τότε οι πολιτικές επιθέσεις εναντίον του κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχιστούν και η ανησυχία των επενδυτών μπορεί να αυξηθεί.
Η επόμενη Γερμανία; Είναι σίγουρα κάτι δυνατό. Αλλά ακόμα και ο επιδέξιος Ερντογάν χρειάζεται πολιτική ειρήνη.
* Αναδημοσίευση από το "Κεφάλαιο" της 15ης Μαΐου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου