Του Σταμάτη Ζαχαρού
Μπορεί η ελληνική κοινωνία να αντιμετωπίζει εν γένει τις επιχειρήσεις με καχυποψία και τους επιχειρηματίες σαν αρπακτικά, ωστόσο όταν τα πράγματα ζορίζουν δείχνει εμπράκτως και με άκρως συναισθηματικό τρόπο την υποστήριξή της. Όσο οι δουλειές πάνε καλά, οι επιχειρήσεις κατηγορούνται για κερδοσκοπία, αθέμιτες πρακτικές και ξεζούμισμα των εργαζομένων και των πελατών τους. Όταν τα πράγματα στραβώσουν, υπάρχει πάντα μια μερίδα που είναι έτοιμη να δηλώσει αλληλέγγυα.
Το χειρότερο είναι ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν...
εξετάζει τους λόγους που οδήγησαν στην καταστροφή ή έστω ένα βήμα πριν απ’ αυτή. Ακόμη και επιχειρήσεις που επιβίωναν χαριστικά ακόμη και πριν την κρίση μπορεί να αντιμετωπίζονται σήμερα με συμπάθεια. Απλώς, όταν τελειώσουν τα (δανεικά) λεφτά, αρχίζει η επιχειρηματολογία του καφενείου. Ανεξαρτήτως αν πρόκειται για κάποια ποδοσφαιρική εταιρεία, μέσο μαζικής ενημέρωσης, βιοτεχνία ή αέρα κοπανιστό, τα επιχειρήματα βασίζονται κυρίως σε δύο πυλώνες.
Ο πρώτος αφορά την ιστορία της επιχείρησης για την οποία δείχνουν να κόπτονται άπαντες. Ακόμη και αν πρόκειται για μια ιστορία γεμάτη απάτες, εκβιασμούς και κακοδιαχείριση, η ιστορία εξασφαλίζει ένα μίνιμουμ συναισθηματικής φόρτισης. Βεβαίως κανείς δεν συνυπολογίζει ότι το τέλος μιας ιστορίας μπορεί να φέρει στο φώς μια άλλη. Καλύτερη. Απλώς επιχειρείται μια προσκόλληση στο παρελθόν.
Αν όμως τα πράγματα ζορίσουν πραγματικά, η επιχειρηματολογία στρέφεται στους εργαζομένους και στις απώλειες θέσεων εργασίας. Πρόκειται για ένα ευαίσθητο θέμα και οι επιχειρηματίες που βρίσκονται σε δύσκολη θέση γνωρίζουν ότι μπορούν να εκβιάζουν με τον τρόπο αυτό τόσο την κοινωνία, όσο και την κυβέρνηση. Είναι πράγματι λυπηρό να χάνονται θέσεις εργασίας, αλλά και η διατήρηση των εργαζομένων σε επιχειρήσεις με «τεχνητή αναπνοή» αποτελεί αθέμιτο ανταγωνισμό για τους υπόλοιπους υγιείς κλάδους. Όσο συνεχίζεται αυτή η στρέβλωση της ελεύθερης αγοράς, κινδυνεύουν με κατάρρευση οι επιχειρήσεις που πραγματικά λειτουργούν σωστά και μαζί τους και πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας.
Το τελευταίο διάστημα γινόμαστε διαρκώς μάρτυρες τέτοιων στρεβλώσεων. Μες την απόγνωσή τους, οι επιχειρηματίες δεν διστάζουν να επικαλεστούν κάθε λογικό και –κυρίως– παράλογο αίτημα. Ακόμη χειρότερα, σ’ ένα μπαράζ λαϊκισμού, όλο και κάποιος πολιτικός είναι διατεθειμένος να τα ασπαστεί και να τα δημοσιοποιήσει.
Κάποιες ΠΑΕ για παράδειγμα, θεωρούν αναφαίρετο δικαίωμά τους να μην πληρώνουν το κράτος, αλλά να ανταγωνίζονται τους υπόλοιπους στο όνομα «της ιστορίας του συλλόγου». Αγοράζουν παίκτες την ώρα που οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους προς το δημόσιο αγγίζουν τα όρια του εξωπραγματικού και εμφανίζουν «χειροποίητες» φορολογικές και ασφαλιστικές ενημερότητες. Γνωρίζουν ότι αν φθάσει η κρίσιμη ώρα, οι οπαδικοί στρατοί τους θα πιέσουν τους «ευάλωτους» βουλευτές της περιφερείας τους να πιέσουν με τη σειρά τους για χαριστικές λύσεις. Επιχείρημά τους; Ότι έτσι συνέβαινε στο παρελθόν, έτσι πρέπει να συμβεί και τώρα. Ας αρχίσει η κάθαρση απ’ τον επόμενο...
Κάποια ΜΜΕ δεν πληρώνουν ούτε το κράτος, ούτε τους εργαζόμενούς τους αλλά θεωρούν δικαίωμά τους να λαμβάνουν δανειακές ενισχύσεις από ένα τραπεζικό σύστημα που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα τους δάνειζε ούτε στυλό για να συμπληρώσουν την αίτηση. Επιπροσθέτως, χρησιμοποιούν την όποια ισχύ και παρεμβατικότητα τους απέμεινε για να εκβιάσουν τραπεζικό δανεισμό ή διαφήμιση. Εξόφθαλμες περιπτώσεις κακόβουλων δημοσιευμάτων ή «ρεπορτάζ» που μιλούν για εκκολαπτόμενα τραπεζικά σκάνδαλα γεμάτα υπονοούμενα και χωρίς περαιτέρω στοιχεία έχουν αρχίσει να πληθαίνουν όσο δυσκολεύουν τα πράγματα. Ακόμη και ευθείες επιθέσεις εναντίον του ΥΠΟΙΚ έχουν στόχο τον «εξωδικαστικό» διακανονισμό των χρεών, ενώ η πονεμένη ιστορία με τους ισολογισμούς συνεχίζει να αρχειοθετείται μέχρι την επόμενη «κρίση».
Κάποιες προβληματικές επιχειρήσεις θεωρούν υποχρέωση της κοινωνίας να τις στηρίζει ακόμη και μέσω του κρατικού προϋπολογισμού προκειμένου να μην διαταραχτεί η συνδικαλιστική νομενκλατούρα και η συναλλαγή των πολιτικών με όσους διόρισαν στα χρόνια της ασυδοσίας. Ακόμη και επιχειρηματίες τυχοδιώκτες επιχειρούν να ασκήσουν συναισθηματική πίεση για να συνεχίσουν να λαμβάνουν επιδοτήσεις και χαριστικές ρυθμίσεις που την εποχή της κρίσης τους είναι αναγκαίες για να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις αλλά τα προηγούμενα χρόνια «κεφαλαιοποιήθηκαν» σε προσωπικές περιουσίες.
Στην πραγματικότητα βέβαια, κανείς απ’ αυτούς δεν έχει πειστικά επιχειρήματα. Ειδάλλως, αυτά από μόνα τους θα ήταν ικανά να τους εξασφαλίσουν χρηματοδότηση. Πρόκειται απλώς για τα απομεινάρια ενός συστήματος που πεθαίνει και χρησιμοποιεί τις τελευταίες του δυνάμεις στην ύστατη προσπάθεια να μη χάσει όσα εύκολα έχτισε τις προηγούμενες δεκαετίες. Όσοι μετέχουν στο κύκλωμα, δεν διστάζουν ακόμη και να ζητήσουν προνόμια που στρέφονται κατά των ανταγωνιστών τους. Αρκεί να επιβιώσουν.
Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας, είναι ότι στην ελεύθερη αγορά δεν υπάρχουν ούτε δόγματα, ούτε αγκυλώσεις. Όλες οι επιχειρήσεις δουλεύουν με σκοπό το κέρδος και πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα από τους θεσμούς και την κοινωνία. Με τα ίδια δικαιώματα αλλά και με τις ίδιες υποχρεώσεις. Ο ανταγωνισμός δεν αφήνει κενά και αν για παράδειγμα κλείσει μια προβληματική επιχείρηση, μπορεί να δώσει ανάσα ή και ώθηση στον ανταγωνιστή της για να μεγαλώσει. Αν δεν αφήσουμε τον ανταγωνισμό να λειτουργήσει, θα βρεθούμε και πάλι στη δυσχερή θέση να συντηρούμε τις προβληματικές επιχειρήσεις, όπως συνέβη μετά την παρέμβαση του Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του ’80. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, υπάρχουν αρκετοί πρόθυμοι πολιτικοί για να κινηθούν προς μια τέτοια κατεύθυνση. Είτε πιέζοντας την κυβέρνηση είτε με πιέσεις προς πάσα κατεύθυνση, ακόμη και προς τις ιδιωτικές τράπεζες. Όσο όμως συντηρούμε αυτό το άρρωστο επιχειρηματικό περιβάλλον το μόνο που κάνουμε είναι να τροφοδοτούμε έναν φαύλο κύκλο που δεν απέχει πολύ από το να μετατραπεί σε μαύρη τρύπα και να μας ρουφήξει όλους μας...
Μπορεί η ελληνική κοινωνία να αντιμετωπίζει εν γένει τις επιχειρήσεις με καχυποψία και τους επιχειρηματίες σαν αρπακτικά, ωστόσο όταν τα πράγματα ζορίζουν δείχνει εμπράκτως και με άκρως συναισθηματικό τρόπο την υποστήριξή της. Όσο οι δουλειές πάνε καλά, οι επιχειρήσεις κατηγορούνται για κερδοσκοπία, αθέμιτες πρακτικές και ξεζούμισμα των εργαζομένων και των πελατών τους. Όταν τα πράγματα στραβώσουν, υπάρχει πάντα μια μερίδα που είναι έτοιμη να δηλώσει αλληλέγγυα.
Το χειρότερο είναι ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν...
εξετάζει τους λόγους που οδήγησαν στην καταστροφή ή έστω ένα βήμα πριν απ’ αυτή. Ακόμη και επιχειρήσεις που επιβίωναν χαριστικά ακόμη και πριν την κρίση μπορεί να αντιμετωπίζονται σήμερα με συμπάθεια. Απλώς, όταν τελειώσουν τα (δανεικά) λεφτά, αρχίζει η επιχειρηματολογία του καφενείου. Ανεξαρτήτως αν πρόκειται για κάποια ποδοσφαιρική εταιρεία, μέσο μαζικής ενημέρωσης, βιοτεχνία ή αέρα κοπανιστό, τα επιχειρήματα βασίζονται κυρίως σε δύο πυλώνες.
Ο πρώτος αφορά την ιστορία της επιχείρησης για την οποία δείχνουν να κόπτονται άπαντες. Ακόμη και αν πρόκειται για μια ιστορία γεμάτη απάτες, εκβιασμούς και κακοδιαχείριση, η ιστορία εξασφαλίζει ένα μίνιμουμ συναισθηματικής φόρτισης. Βεβαίως κανείς δεν συνυπολογίζει ότι το τέλος μιας ιστορίας μπορεί να φέρει στο φώς μια άλλη. Καλύτερη. Απλώς επιχειρείται μια προσκόλληση στο παρελθόν.
Αν όμως τα πράγματα ζορίσουν πραγματικά, η επιχειρηματολογία στρέφεται στους εργαζομένους και στις απώλειες θέσεων εργασίας. Πρόκειται για ένα ευαίσθητο θέμα και οι επιχειρηματίες που βρίσκονται σε δύσκολη θέση γνωρίζουν ότι μπορούν να εκβιάζουν με τον τρόπο αυτό τόσο την κοινωνία, όσο και την κυβέρνηση. Είναι πράγματι λυπηρό να χάνονται θέσεις εργασίας, αλλά και η διατήρηση των εργαζομένων σε επιχειρήσεις με «τεχνητή αναπνοή» αποτελεί αθέμιτο ανταγωνισμό για τους υπόλοιπους υγιείς κλάδους. Όσο συνεχίζεται αυτή η στρέβλωση της ελεύθερης αγοράς, κινδυνεύουν με κατάρρευση οι επιχειρήσεις που πραγματικά λειτουργούν σωστά και μαζί τους και πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας.
Το τελευταίο διάστημα γινόμαστε διαρκώς μάρτυρες τέτοιων στρεβλώσεων. Μες την απόγνωσή τους, οι επιχειρηματίες δεν διστάζουν να επικαλεστούν κάθε λογικό και –κυρίως– παράλογο αίτημα. Ακόμη χειρότερα, σ’ ένα μπαράζ λαϊκισμού, όλο και κάποιος πολιτικός είναι διατεθειμένος να τα ασπαστεί και να τα δημοσιοποιήσει.
Κάποιες ΠΑΕ για παράδειγμα, θεωρούν αναφαίρετο δικαίωμά τους να μην πληρώνουν το κράτος, αλλά να ανταγωνίζονται τους υπόλοιπους στο όνομα «της ιστορίας του συλλόγου». Αγοράζουν παίκτες την ώρα που οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους προς το δημόσιο αγγίζουν τα όρια του εξωπραγματικού και εμφανίζουν «χειροποίητες» φορολογικές και ασφαλιστικές ενημερότητες. Γνωρίζουν ότι αν φθάσει η κρίσιμη ώρα, οι οπαδικοί στρατοί τους θα πιέσουν τους «ευάλωτους» βουλευτές της περιφερείας τους να πιέσουν με τη σειρά τους για χαριστικές λύσεις. Επιχείρημά τους; Ότι έτσι συνέβαινε στο παρελθόν, έτσι πρέπει να συμβεί και τώρα. Ας αρχίσει η κάθαρση απ’ τον επόμενο...
Κάποια ΜΜΕ δεν πληρώνουν ούτε το κράτος, ούτε τους εργαζόμενούς τους αλλά θεωρούν δικαίωμά τους να λαμβάνουν δανειακές ενισχύσεις από ένα τραπεζικό σύστημα που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα τους δάνειζε ούτε στυλό για να συμπληρώσουν την αίτηση. Επιπροσθέτως, χρησιμοποιούν την όποια ισχύ και παρεμβατικότητα τους απέμεινε για να εκβιάσουν τραπεζικό δανεισμό ή διαφήμιση. Εξόφθαλμες περιπτώσεις κακόβουλων δημοσιευμάτων ή «ρεπορτάζ» που μιλούν για εκκολαπτόμενα τραπεζικά σκάνδαλα γεμάτα υπονοούμενα και χωρίς περαιτέρω στοιχεία έχουν αρχίσει να πληθαίνουν όσο δυσκολεύουν τα πράγματα. Ακόμη και ευθείες επιθέσεις εναντίον του ΥΠΟΙΚ έχουν στόχο τον «εξωδικαστικό» διακανονισμό των χρεών, ενώ η πονεμένη ιστορία με τους ισολογισμούς συνεχίζει να αρχειοθετείται μέχρι την επόμενη «κρίση».
Κάποιες προβληματικές επιχειρήσεις θεωρούν υποχρέωση της κοινωνίας να τις στηρίζει ακόμη και μέσω του κρατικού προϋπολογισμού προκειμένου να μην διαταραχτεί η συνδικαλιστική νομενκλατούρα και η συναλλαγή των πολιτικών με όσους διόρισαν στα χρόνια της ασυδοσίας. Ακόμη και επιχειρηματίες τυχοδιώκτες επιχειρούν να ασκήσουν συναισθηματική πίεση για να συνεχίσουν να λαμβάνουν επιδοτήσεις και χαριστικές ρυθμίσεις που την εποχή της κρίσης τους είναι αναγκαίες για να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις αλλά τα προηγούμενα χρόνια «κεφαλαιοποιήθηκαν» σε προσωπικές περιουσίες.
Στην πραγματικότητα βέβαια, κανείς απ’ αυτούς δεν έχει πειστικά επιχειρήματα. Ειδάλλως, αυτά από μόνα τους θα ήταν ικανά να τους εξασφαλίσουν χρηματοδότηση. Πρόκειται απλώς για τα απομεινάρια ενός συστήματος που πεθαίνει και χρησιμοποιεί τις τελευταίες του δυνάμεις στην ύστατη προσπάθεια να μη χάσει όσα εύκολα έχτισε τις προηγούμενες δεκαετίες. Όσοι μετέχουν στο κύκλωμα, δεν διστάζουν ακόμη και να ζητήσουν προνόμια που στρέφονται κατά των ανταγωνιστών τους. Αρκεί να επιβιώσουν.
Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας, είναι ότι στην ελεύθερη αγορά δεν υπάρχουν ούτε δόγματα, ούτε αγκυλώσεις. Όλες οι επιχειρήσεις δουλεύουν με σκοπό το κέρδος και πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα από τους θεσμούς και την κοινωνία. Με τα ίδια δικαιώματα αλλά και με τις ίδιες υποχρεώσεις. Ο ανταγωνισμός δεν αφήνει κενά και αν για παράδειγμα κλείσει μια προβληματική επιχείρηση, μπορεί να δώσει ανάσα ή και ώθηση στον ανταγωνιστή της για να μεγαλώσει. Αν δεν αφήσουμε τον ανταγωνισμό να λειτουργήσει, θα βρεθούμε και πάλι στη δυσχερή θέση να συντηρούμε τις προβληματικές επιχειρήσεις, όπως συνέβη μετά την παρέμβαση του Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του ’80. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, υπάρχουν αρκετοί πρόθυμοι πολιτικοί για να κινηθούν προς μια τέτοια κατεύθυνση. Είτε πιέζοντας την κυβέρνηση είτε με πιέσεις προς πάσα κατεύθυνση, ακόμη και προς τις ιδιωτικές τράπεζες. Όσο όμως συντηρούμε αυτό το άρρωστο επιχειρηματικό περιβάλλον το μόνο που κάνουμε είναι να τροφοδοτούμε έναν φαύλο κύκλο που δεν απέχει πολύ από το να μετατραπεί σε μαύρη τρύπα και να μας ρουφήξει όλους μας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου