ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Τα φύλλα πέφτουν, πέφτουν λες από ψηλά,
σαν να ξεράθηκαν οι κήποι τ' ουρανού·
πέφτουν με μι' άρνηση στο στόμα του κενού.
Και μες στη νύχτα πέφτει η Γη βαριά,
από τ' αστέρια προς τη μοναξιά.
Όλοι μας πέφτουμε. Το χέρι αυτό που γράφει.
Δες, όλα γύρω χάνονται στα βάθη.
Είναι όμως Κάποιος που την πτώση αυτή
στα δυο του χέρια στοργικά τη συγκρατεί.
ΜΟΝΑΞΙΑ
Η μοναξιά μοιάζει με τη βροχή. Τα βράδια
απ' του πελάγους αναθρώσκει τον καθρέφτη·
από κοιλάδες μακρινές κι από λιβάδια
στον ουρανό ανεβαίνει πάντα, που την έχει.
Κι ύστερα, από εκεί ψηλά, στην πόλη πέφτει.
Πέφτει την ώρα που το φως πια δεν αντέχει,
όταν τους δρόμους βάφουν πάλι τα σκοτάδια,
κι όταν τα σώματα χωρίζουν λυπημένα
δίχως να βρουν ό,τι ζητούν, μένοντας ξένα·
κι όταν οι άνθρωποι εκείνοι, που μισούνται,
πάλι στο ίδιο στρώμα πέφτουν και κοιμούνται :
τη μοναξιά την παίρνουν τότε τα ποτάμια…
« ΤΙ Θ' ΑΠΟΓΙΝΕΙΣ, ΘΕ ΜΟΥ, ΑΝ ΠΕΘΑΝΩ... »
Τι θ' απογίνεις, Θε μου, αν πεθάνω ;
Εγώ ειμαι το κανάτι σου ( αν σπάσω ; )
Εγώ ειμαι το ποτό σου ( αν πικράνω ; )
Εγώ ειμαι το έργο σου και το ένδυμά σου,
μαζί μου θα χαθεί το νόημά σου.
Αλλού δεν πρόκειται να βρεις μια στέγη άλλη
να σε δεχτεί με λόγο απλό, ζεστό.
Θα σου λυθεί απ' το πόδι το σανδάλι
το μεταξένιο σου, που είμαι εγώ.
Το πανωφόρι σου πια θα σ' αφήσει.
Το βλέμμα σου, που στο πλευρό μου
το είχα πάντοτε εγώ προσκέφαλό μου,
μάταια τριγύρω ώρα πολλή θα με ζητήσει –
κι όταν ο ήλιος τελικά γείρει στη Δύση,
σε ξένης πέτρας αγκαλιά θα ξενυχτήσει.
Τι θ' απογίνεις, Θε μου ; Αγωνιώ.
ΝΕΚΡΟΤΟΜΕΙΟ
Νά τοι, παραταγμένοι, λες και πρέπει
να τους δοθεί κι εδώ ένας ρόλος για να παίξουν,
ώστε όλο αυτό το ψύχος που τους δρέπει,
την παρουσία του άλλου δίπλα τους ν' αντέξουν·
σαν να μην τέλειωσε τίποτε ακόμα.
Τί όνομα βρέθηκε στην τσέπη τους γραμμένο ;
Της αηδίας τον λεκέ από το στόμα
οι νεκροκόμοι τούς τον έχουν ξεπλυμένο,
όμως δεν βγήκε· ας έχουν τώρα στόμα καθαρό.
Τα γένια εξέχουν αγριωπά στα μάγουλά τους
κι ας τους τα χτένισαν πιο πριν προσεκτικά,
μήπως τρομάξει το ευσυγκίνητο κοινό.
Μόνο τα μάτια κάτω από τα βλέφαρά τους
έχουν αντιστραφεί· κοιτούν στα ένδον πια.
ΑΡΧΑΪΚΟΣ ΚΟΡΜΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ
Στον μεγάλο φίλο μου
Αύγουστο Ροντέν
Αύγουστο Ροντέν
Δεν το γνωρίσαμε το ανήκουστο κεφάλι
όπου μεστώναν των ματιών του οι βολβοί.
Όμως το στήθος του φλογίζει σαν κερί
κι εκεί το βλέμμα, ριζωμένο τώρα σ' άλλη
θέση, ζει και διαρκεί. Το στέρνο, αλλιώς,
δεν θα σε τύφλωνε, κι απ' την καμπή του ισχίου
δεν θα κυλούσε ενός γέλιου ο μορφασμός
ώς το σημείο που ήταν πρώτα του μορίου.
Αλλιώς, η πέτρα θα 'στεκε ανάπηρη, μισή
κάτω απ' τους ώμους που ερειπώθηκαν στην πτώση
και δεν θα σπίθιζε όπως άγρια λεοντή
ούτε σαν έκρηξη άστρου από παντού με τόση
λάμψη : γιατί το κάθε τι από δώ σε βλέπει,
η κάθε μια γωνιά. Ζωή ν' αλλάξεις πρέπει.
Ανδρικός κορμός, περ. 480-470 π.Χ.,
Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου.
Πρόκειται για το άγαλμα που ενέπνευσε τον Ρίλκε.
[ ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ] *
Ρόδο, ω καθαρή αντίφαση, ηδονή
ο ύπνος να μην είσαι κανενός κάτω από τόσα
βλέφαρα.
* ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΡΥΛΟ, ο Rainer Maria Rilke ασθένησε από καλπάζουσα λευχαιμία όταν τραυματίστηκε από το αγκάθι ενός ρόδου ενώ φρόντιζε τον κήπο του. Πέθανε στις 29.12.1926 στο Σανατόριο Val-Mont κοντά στο Μοντρέ. Το επίγραμμα αυτό είναι χαραγμένο στον τάφο του, στο κοιμητήριο της ορεινής κοινότητας Raron της Ελβετίας. Το αμφίσημο σύμβολο του ρόδου με το πλήθος των "βλεφάρων" του, δηλαδή των πετάλων του, παραπέμπει αρχικά στον ύπνο, την ανάπαυση και τη λύτρωση που παρέχει ο θάνατος. Συγχρόνως όμως αισθητοποιεί τη δύναμη της ζωής, αφού η χαρά, η "ηδονή" που προκαλεί η ομορφιά του διώχνει κάθε σκέψη ύπνου και παραίτησης. Γι' αυτό ο ποιητής το αποκαλεί "καθαρή αντίφαση".
Πρώτη δημοσίευση:
περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 1749, Οκτώβριος 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου